αμπελοτόμος
Смотреть что такое "αμπελοτόμος" в других словарях:
αμπελοτόμος — ο (Α ἀμπελοτόμος) 1. ο κατάλληλος για το κλάδεμα τών αμπελιών 2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αμπελοτόμος ο αμπελοκλαδευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + τόμος < τέμνω] … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek